μπατικιάζω

μπατικιάζω
[μπατίκι]
1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος
2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”